καληνυχτίζω

καληνυχτίζω
και καληνυκτίζω και καλονυχτίζω (Μ καληνυχτίζω και καληνυκτίζω και καλονυχτίζω)
αποχαιρετώ κάποιον το βράδυ λέγοντας του «καληνύχτα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < καληνύχτα. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εστία από τον Δημ. Βικέλα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καληνυχτίζω — καληνυχτίζω, καληνύχτισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καληνυχτίζω — καληνύχτισα, καληνυχτίστηκα, καληνυχτισμένος, αποχαιρετώ κάποιον λέγοντάς του καληνύχτα: Με καληνύχτισε και έφυγε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καληνύχτισμα — και καληνύκτισμα, το (Μ καληνύχτισμα και καληνύκτισμα) [καληνυχτίζω] ο νυχτερινός αποχαιρετισμός με την ευχή «καληνύχτα» …   Dictionary of Greek

  • καλονυχτίζω — βλ. καληνυχτίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”