- καληνυχτίζω
- και καληνυκτίζω και καλονυχτίζω (Μ καληνυχτίζω και καληνυκτίζω και καλονυχτίζω)αποχαιρετώ κάποιον το βράδυ λέγοντας του «καληνύχτα».[ΕΤΥΜΟΛ. < καληνύχτα. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εστία από τον Δημ. Βικέλα].
Dictionary of Greek. 2013.